αεροχρώματος

αεροχρώματος
-η, -ο
βλ. αερόχρωμος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αερόχρωμος — και αεροχρώματος, η, ο αυτός που έχει το χρώμα τού αέρα, τού ουρανού, γλαυκός, γαλάζιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αέρας + χρώμα η λ. αεροχρώματος πλάστηκε από τον Ιάκωβο Πολυλά για να αποδώσει το ομηρικό ἠεροειδής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”